τσιτώνω — τσιτώνω, τσίτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσιτώνω — Ν βλ. τσητώνω … Dictionary of Greek
παρατσιτώνω — 1. τεντώνω υπερβολικά, τσιτώνω πέρα από το κανονικό όριο 2. με συνεχή και ισχυρή πίεση εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
τεντώνω — Ν [τέντα] 1. τείνω, διατείνω, τανύω («τεντώνω το σχοινί») 2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνω («τεντώνω το πανί») 3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα 4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει») … Dictionary of Greek
τσήτωμα — και τσίτωμα, το, Ν [τσητώνω / τσιτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσητώνω … Dictionary of Greek
τσητωτός — και τσιτωτός, ή, ό, Ν [τσητώνω /τσιτώνω] τεντωμένος, τσητωμένος … Dictionary of Greek
τσητώνω — και τσιτώνω Ν 1. τεντώνω 2. μτφ. αναγκάζω, πιέζω κάποιον να εντείνει τις προσπάθειές του («τόν τσήτωσαν στη δουλειά») 3. φρ. «τήν τσήτωσε» (ενν. την κοιλιά του) έφαγε πάρα πολύ, φούσκωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσήτα. Κατ άλλη άποψη, το ρ. έχει προέλθει… … Dictionary of Greek
υπερεντείνω — Ν τεντώνω κάτι πέρα από το κανονικό, τσιτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εντείνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού απρμφ. ὑπερεντείνειν, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
κορδώνω — κόρδωσα, κορδώθηκα, κορδωμένος 1. τεντώνω κάτι, τσιτώνω: Μην κορδώνεις πολύ το σκοινί, γιατί θα σπάσει. 2. το μέσ., κορδώνομαι υψώνω πολύ το κεφάλι, καμαρώνω, περηφανεύομαι: Περπατά κορδωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τανύζω — τάνυσα 1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω. 2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι. 3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)